- εργοστασιάρχης
- οιδιοκτήτης εργοστασίου.[ΕΤΥΜΟΛ. εργοστάσιο + άρχης (< άρχω «διοικώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εργοστασιάρχης — ο ιδιοκτήτης εργοστασίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
επιτελάρχης — ο αρχηγός επιτελείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελείο + άρχης (< άρχω «διοικώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εργοστασιάρχης, τελετάρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υποδηματεργοστασιάρχης — ο, Ν ιδιοκτήτης ή διευθυντής υποδηματεργοστασίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + εργοστασιάρχης] … Dictionary of Greek
φαμπρικάντης — και φαμπρικάντες, ο, Ν εργοστασιάρχης, βιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricante (βλ. λ. φάμπρικα)] … Dictionary of Greek
βιομήχανος — ο, η ο ιδιοκτήτης εργοστασίου ή βιομηχανίας, ο εργοστασιάρχης: Οι βιομήχανοι είναι σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες στη φιλελεύθερη οικονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαντουργός — ο, η 1. ο υφαντής (βλ. λ.): Απεργία υφαντουργών. 2. εργοστασιάρχης υφαντουργείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)